κάτεργ'

κάτεργ'
κάτεργα , κάτεργος
worked
neut nom/voc/acc pl
κάτεργε , κάτεργος
worked
masc/fem voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ζιγανάρης — α, ικο αυτός που εξαπατά με δόλους, ο δόλιος, ο απατεώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζιγανεύ(γ)ω + παραγ. κατάλ. αρης, (πρβλ. κατεργ άρης, νοικ άρης)] …   Dictionary of Greek

  • λυσσάρης — και λυσσιάρης, άρα, ικο (Μ λυσσάρης και λυσσιάρης, άρα, ικο) αυτός που πάσχει από λύσσα, λυσσασμένος νεοελλ. 1. αυτός που οργίζεται εύκολα 2. αυτός που επιζητεί κάτι με μανία, όπως γενετήσιες σχέσεις, κέρδη, την εξόντωση τών αντιπάλων του κ.ά.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”